ἄκοπος — unwearied masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκοπος — (I) η, ο (Α ἄκοπος, ον) (και άκοβος, η, ο) αυτός που δεν έχει κοπεί σε κομμάτια, ο ολόκληρος νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει κοπεί, δεν έχει αφαιρεθεί από τον κορμό, τη ρίζα, τον μίσχο (αποδίδεται σε κλαδιά, καρπούς, φυτά κ.λπ.) 2. όποιος δεν… … Dictionary of Greek
άκοπος — I (από το στερητ. α και κόπος), ακοπίαστος (βλ. λ.). II άκοπος, η, ο και άκοφτος, η, ο (από το στερητ. α και κόβω), αυτός που δεν είναι κομμένος: Τα φύλλα του βιβλίου είναι άκοπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκοπώτερον — ἄκοπος unwearied masc acc comp sg ἄκοπος unwearied neut nom/voc/acc comp sg ἄκοπος unwearied adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοπώτατα — ἄκοπος unwearied adverbial superl ἄκοπος unwearied neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοπώτατον — ἄκοπος unwearied masc acc superl sg ἄκοπος unwearied neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόπως — ἄκοπος unwearied adverbial ἄκοπος unwearied masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκοπον — ἄκοπος unwearied masc/fem acc sg ἄκοπος unwearied neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοπωτέρους — ἄκοπος unwearied masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοπωτέρως — ἄκοπος unwearied masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοπώτερα — ἄκοπος unwearied neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)