άκοπος

άκοπος
I, η , ο [ος , ον ] нетрудоёмкий; нетрудный; не вызывающий усталости, неутомительный
άκοπος2
II, η , ο [ος , ον ]
1) целый, неразрезанный; необрезанный; несрезанный; 2) не поддающийся разрезанию, срезанию, отрезанию; 3) несмолотый, немолотый; 4) неубранный (о травах, фруктах); 5) не соблазнившийся (чём-л.), не поддавшийся на уловки, не обманутый; 6) неострый, тупой (об инструменте)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "άκοπος" в других словарях:

  • ἄκοπος — unwearied masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκοπος — (I) η, ο (Α ἄκοπος, ον) (και άκοβος, η, ο) αυτός που δεν έχει κοπεί σε κομμάτια, ο ολόκληρος νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει κοπεί, δεν έχει αφαιρεθεί από τον κορμό, τη ρίζα, τον μίσχο (αποδίδεται σε κλαδιά, καρπούς, φυτά κ.λπ.) 2. όποιος δεν… …   Dictionary of Greek

  • άκοπος — I (από το στερητ. α και κόπος), ακοπίαστος (βλ. λ.). II άκοπος, η, ο και άκοφτος, η, ο (από το στερητ. α και κόβω), αυτός που δεν είναι κομμένος: Τα φύλλα του βιβλίου είναι άκοπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκοπώτερον — ἄκοπος unwearied masc acc comp sg ἄκοπος unwearied neut nom/voc/acc comp sg ἄκοπος unwearied adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοπώτατα — ἄκοπος unwearied adverbial superl ἄκοπος unwearied neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοπώτατον — ἄκοπος unwearied masc acc superl sg ἄκοπος unwearied neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόπως — ἄκοπος unwearied adverbial ἄκοπος unwearied masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκοπον — ἄκοπος unwearied masc/fem acc sg ἄκοπος unwearied neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοπωτέρους — ἄκοπος unwearied masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοπωτέρως — ἄκοπος unwearied masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοπώτερα — ἄκοπος unwearied neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»